ακατανίκητο(ν)

ακατανίκητο(ν)
το непобедимость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακατανίκητο(ν)" в других словарях:

  • αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …   Dictionary of Greek

  • ερωτομανία — και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) [ερωτομανής] μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας νεοελλ. παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο τού άλλου φύλου ή… …   Dictionary of Greek

  • μορφινομανία — η ιατρ. εθισμός και εξάρτηση από τη μορφίνη, ακατανίκητο πάθος για τη μορφίνη, τυπική μορφή τοξικομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomanie (< μορφίνη + μανία < μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην… …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

  • Πολυνησία — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται η ανατολικότερη από τις τρεις ζώνες στις οποίες υποδιαιρείται συνήθως η Ωκεανία. Περιλαμβάνει, εκτός από τη συστάδα της Χαβάης, που είναι απομονωμένη στα Β, μια σειρά από αρχιπελάγη, διατεταγμένα προς τα Α του… …   Dictionary of Greek

  • μορφινομανία — η το ακατανίκητο πάθος να παίρνει κανείς μορφίνη, ο εθισμός στη μορφίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»